περικυτταρικός

περικυτταρικός
-ή, -ό, Ν
βιολ. αυτός που γειτονεύει με ένα ζωντανό κύτταρο ή περιβάλλει το κύτταρο αυτό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”